- σανδαράκινος
- σανδᾰράκ-ῐνος, η, ον,A of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also [full] σανδᾰρᾰχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανδαράκινος — η, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σανδαράκινον — σανδαράκινος of orange colour masc acc sg σανδαράκινος of orange colour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαρακίνη — σανδαράκινος of orange colour fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαρακίνην — σανδαράκινος of orange colour fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαράκινοι — σανδαράκινος of orange colour masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαραχώδης — ῶδες, Α [σανδαράχη / σανδαράκη] σανδαράκινος* … Dictionary of Greek